- αβαλσάμωτος
- η , ο [ος , ον ] набальзамированный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αβαλσάμωτος — η, ο αυτός που δεν έχει βαλσαμωθεί, ταριχευτεί: Στην αρχαία Αίγυπτο ο νεκρός δεν έπρεπε να μείνει αβαλσάμωτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβαλσάμωτος — η, ο [βαλσαμώνω] ο μη βαλσαμωμένος, αταρίχευτος … Dictionary of Greek
αταρίχευτος — η, ο (Α ἀταρίχευτος, ον) αυτός που δεν τον έχουν ταριχεύσει ή παστώσει νεοελλ. (για νεκρούς) αυτός που δεν τον έχουν διατηρήσει με ταρίχευση, ο αβαλσάμωτος … Dictionary of Greek